προχορδωτά

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ.
ακράνια αμφιπλευροσυμμετρικά θαλασσόβια χορδωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prochordata < pro- + Chorda / Chordata (< λατ. chorda < χορδή)].