προὔγγυος

German (Pape)

[Seite 794] statt προέγγυος, Bürgschaft leistend, Sp., dor. πρὤγγυος, u. davon das Verbum πρωγγυεύω, Bürgschaft leisten, Tab. Heracl.

Greek (Liddell-Scott)

προὔγγῠος: (ἢ ὀρθότ. προύγγυος), ον, κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέγγυος, Δωρικ. πρώγγυος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που προσφέρεται ως εγγυητής, προέγγυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔγγυος «εγγυητής»].