πρυτάνειος

English (LSJ)

α, ον, of or belonging to the prytanes, Aristid.Or.50(26).88; cf. πρυτανεία (B).

Greek (Liddell-Scott)

πρῠτάνειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς πρυτάνεις, Ἀριστείδ. 1. 342· Ἑστία πρυτανεία Συλλ. Ἐπιγρ. 2347k. 11 (σ. 1059).

Greek Monolingual

-εία, -ον, Α πρύτανις
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πρυτάνεις.