πρωτάρχων

English (LSJ)

οντος, ὁ, = πρῶτος ἄρχων, IG12(3).326 (Thera), Ath.Mitt.48.114 (Nicopolis ad Istrum); π. στρατηγός IG12(5).724 (Andros).

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, Α
ο πρώτος άρχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ἄρχων, -οντος].