πρωταυράριος

English (LSJ)

ὁ, head of the guild of goldsmiths, MAMA1.281 (Laodicea Combusta), 3.351 (Corycus).

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο προϊστάμενος του σωματείου των χρυσοχόων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + αυράριος (< λατ. aurarius «χρυσοχόος»)].