πρωτεΐδη

Greek Monolingual

το, Ν
(βιοχ.) το πρωτεΐδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proteide < prote- (< protein, βλ. πρωτεΐνη) + κατάλ. -ide].