πρωτεϊνούχος

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που περιέχει πρωτεΐνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτεΐνη + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].