πρωτομάγειρος

Greek Monolingual

ο, ΝΜ, και πρωτομάγερας και θηλ. πρωτομαγείρισσα και πρωτομαγέρισσα, Ν
ο επικεφαλής τών μαγείρων, ο αρχιμάγειρος.