πρωτομάρτυς

Greek (Liddell-Scott)

πρωτομάρτυς: (καὶ πρωτομάρτῠρ), -ῠρος, ὁ, ὁ πρῶτος μάρτυς, περὶ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καὶ Ἁγίας Θέκλης, Ἐπιφάν. Ι. 321Α, Ἀπόκρυφ. Πράξ. Παύλου καὶ Θέκλ. σ. 63, Εὐάγρ. 2612Β, Δαμάσκ. ΙΙ, 253C, Ὡρολόγ. τὸ μέγα Δεκεμβρ. 27 καὶ Σεπτεμβρ. 24.