πρωτόκοσμος

English (LSJ)

ὁ, in Crete, president of κόσμοι, SIG524.3 (iii B.C.), Historia 5.226, etc.

German (Pape)

[Seite 805] ὁ, der erste Ordner, eine Obrigkeit in Kreta, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόκοσμος: ὁ, ὁ πρῶτος κόσμος, ἄρχων τις ἐν Κρήτῃ, ἴδε κόσμος ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην Κρήτη) ο πρόεδρος του συλλόγου τών κόσμων, δηλαδή τών δέκα ανώτατων ενιαύσιων αρχόντων τών δωρικών πολιτευμάτων, αντίστοιχος προς τον επώνυμο άρχοντα τών Αθηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + κόσμος «οι δέκα ανώτατοι άρχοντες τών δωρικών πολιτευμάτων στην Κρήτη»].