πρόμακρος

English (LSJ)

πρόμακρον, = προμήκης, Hp.Epid.6.7.2, Nat.Mul.32 (prob. cj. in Steril.235), Thphr. HP 3.10.3.

German (Pape)

[Seite 733] = προμήκης, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πρόμακρος: -ον, = προμήκης, Ἱππ. 1194G, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3, 10. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α μακρός
προμήκης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρό-μακρος -ον heel lang; adv. πρόμακρα een heel eind.