πρόσθετον

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
t. de méd. pessaire, suppositoire.
Étymologie: πρόσθετος.

Russian (Dvoretsky)

πρόσθετον: τό мед. пессарий (τοῖς προσθέτοις βασανίζειν τὰς γυναῖκας Arst.).