πρόσκοψις

English (LSJ)

-εως, ἡ, friction, Arist.Mech.852a32, dub. cj. in Pr. 940a12.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκοψις: -εως, ἡ, προστριβή, Ἀριστ. Μηχαν. 11, 1.

Greek Monolingual

-όψεως, ἡ, Α προσκόπτω
προστριβή.