πρότροχος

English (LSJ)

ὁ, (τροχός) fore-wheel, Ath.Mech.34.7.

German (Pape)

[Seite 794] ὁ, Vorrad an einer Maschine, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρότροχος: ὁ, (τροχὸς) ὁ πρόσθιος τροχός, Ἀρχ. Μαθ. 10. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. -ος, ον, ὁ προτρέχων, ὁ νικῶν, κλέος Συλλ. Ἐπιγρ. 4000. 2.

Greek Monolingual


Α τροχός
ο πρόσθιος τροχός.