πρόωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (προωθέω) pushing forward, propulsion, Arist. Cael.297b13, Mu.396a8, Thphr. HP 3.6.3, etc.; extrusion of calculi, Aret.CA2.8; contr. πρῶσις, prob. in Hsch.

German (Pape)

[Seite 801] ἡ, das Vorwärtsstoßen, Arist. mund. 4, 31.

Greek (Liddell-Scott)

πρόωσις: ἡ, (προωθέω) τὸ ὠθεῖν πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ μακράν, Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 14, 15, π. Κόσμ. 4, 31, Θεόφρ., κλπ.· συνῃρ. πρῶσις παρ’ Ἡσυχ.

Russian (Dvoretsky)

πρόωσις: εως ἡ толчок, нажим Arst.