πρώσας

English (LSJ)

πρῶσον, πρῶσις, v. προωθέω, πρόωσις.

German (Pape)

[Seite 804] zsgzgn für προῶσαι u. προώσας. S. προωθέω.

French (Bailly abrégé)

contr. p. προώσας, part. ao. de προωθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρώσας ptc. aor. act. van προωθέω.

Russian (Dvoretsky)

πρώσας: (= προώσας) part. aor. к προωθέω.

Greek (Liddell-Scott)

πρώσας: πρῶσον, πρῶσις, ἴδε ἐν λ. προωθέω, πρόωσις.

Greek Monotonic

πρώσας: συνηρ. από το προώσας, μτχ. αορ. αʹ του προωθέω.