πρώσας
English (LSJ)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
contr. p. προώσας, part. ao. de προωθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρώσας ptc. aor. act. van προωθέω.
Russian (Dvoretsky)
πρώσας: (= προώσας) part. aor. к προωθέω.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monotonic
πρώσας: συνηρ. από το προώσας, μτχ. αορ. αʹ του προωθέω.