πρῆστις

English (LSJ)

ἡ, v. πρίστις.

German (Pape)

[Seite 700] ἡ, = πρίστις, w. m. s.

Russian (Dvoretsky)

πρῆστις: Arst. = πρίστις 1.

Greek (Liddell-Scott)

πρῆστις: ἡ, ἴδε πρίστις.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δ. γρφ·) βλ. πρίστις.