πρῖνον

German (Pape)

[Seite 702] τό, die Frucht des πρῖνος, Galen.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ο πρίνος, το πουρνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του πρῖνος, κατά τα ουδ.].