πταιστός

English (LSJ)

πταιστή, πταιστόν, liable to fail, Eust.48.24 (prob.).

Greek (Liddell-Scott)

πταιστός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ πταίσῃ, νὰ ἀποτύχῃ, Κραμήρ. Ἀνέκδ. Παρ. 1. 43, Εὐστ., κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Μ πταίω
αυτός που είναι δυνατόν να υποπέσει σε πταίσμα.