Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πτεροκαρύα
Greek Monolingual
η, Ν βοτ.γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια γιουγκλανδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pterocarya (<πτερό+καρύα / κάρυον)].