πτεροποιώ

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
1. πτεροφυώ
2. μτφ. ενθαρρύνω ή εμψυχώνω («πτεροποιοῦσι... αἱ θεῖαι γραφαὶ τοὺς πιστούς, τῷ πόθῳ τῶν οὐρανίων», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ)].