πτηνοπέδιλος

English (LSJ)

πτηνοπέδιλον, with winged sandals, Orph.H.28.4.

German (Pape)

[Seite 809] mit beflügelten Sohlen, Orph. H. 27, 4.

Greek (Liddell-Scott)

πτηνοπέδῑλος: -ον, ὁ ἔχων πτερωτὰ πέδιλα, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 27, 4.

Spanish

calzado con aladas sandalias

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού) αυτός που φορεί φτερωτά πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνός «φτερωτός» + πέδιλον (πρβλ. μονοπέδιλος, χρυσοπέδιλος)].

Léxico de magia

-ον calzado con aladas sandalias de Hermes Ἑρμῆ κοσμοκράτωρ, ... πειθοδικαιόσυνε, χλαμυδηφόρε, πτηνοπέδιλε Hermes, señor del universo, defensor de la causa de la justicia, vestido con clámide, calzado con aladas sandalias P V 404 P XVIIb 3