πτιστέον
English (LSJ)
one must winnow, ζειάς, σῖτον, Gp.3.7.1,8.
Greek (Liddell-Scott)
πτιστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πτίσσω, δεῖ πτίσσειν, Γεωπ. 3. 7, 1.
one must winnow, ζειάς, σῖτον, Gp.3.7.1,8.
πτιστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πτίσσω, δεῖ πτίσσειν, Γεωπ. 3. 7, 1.