πτωκάζω

German (Pape)

[Seite 812] s. πτωσκάζω.

Greek (Liddell-Scott)

πτωκάζω: πλημμ. γρ. ἀντὶ πτωσκάζω, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

Α
βλ. πτωσκάζω.