τό, poorhouse, Cod.Just.1.2.19, 7.37.3.3 (as Lat. word), Suid.
[Seite 813] τό, Armenpflegehaus, Sp.
πτωχοτροφεῖον: τό, πτωχοκομεῖον, Ἐπιφάν. Σουΐδ.