πυγμική, πυγμικόν, of or for boxing, An.Ox.3.223.
πυγμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πυγμαχίαν, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 223.
-ή, -όν, Α πυγμήαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγμή και στην πυγμαχία. επίρρ...πυγμικῶς Μπαλεύοντας ως πυγμάχοι.