πυκνοληψία

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. μορφή επιληψίας με πολύ συχνές προσβολές την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyknolepsy (< πυκνός + -ληψία < -ληπτος < λαμβάνω)].