πυκνορρώξ

English (LSJ)

ῶγος, (ῥώξ) v. πυκνορράξ.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνορρώξ: -ῶγος, (ῥὼξ) ἴδε ἐν λέξ. πυκνορράξ.

Greek Monolingual

-ῶγος, ὁ, Α
βλ. πυκνορράξ.