πυκνόφυλλος

English (LSJ)

πυκνόφυλλον, with thick foliage, Arist.Pr.927a3 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 816] dichtblätterig, Arist. probl. 20, 36.

Russian (Dvoretsky)

πυκνόφυλλος: густолиственный, пышный (μυρρίναι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὰ φύλλα, Ἀριστ. Προβλ. 20. 36.

Greek Monolingual

-η, -ο / πυκνόφυλλος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολλά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + φύλλον.