πυξίνεος

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, = πύξινος, AP6.309 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 818] = πύξινος, πλατάγη, Leon. Tar. 33 (VI, 309).

Russian (Dvoretsky)

πυξίνεος: (ῐ) Anth. = πύξινος.

Greek (Liddell-Scott)

πυξίνεος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 6. 309.

Greek Monolingual

-έα, -ον, Α
βλ. πύξινος.

Greek Monotonic

πυξίνεος: -α, -ον, = το επόμ., σε Ανθ.