πυρομέτρης

English (LSJ)

πυρομέτρου, and πῡρο-μετρητής, οῦ, ὁ, one who measures wheat, and πῡρο-μετρέω, measure wheat, Poll.7.18.

German (Pape)

[Seite 823] ὁ, der Weizenmesser, Poll. 7, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρομέτρης: -ου, καὶ -μετρητής, οῦ, ὁ, σιτομέτρης καὶ πῡρομετρέω, σιτομετρῶ, Πολυδ. Ζ´, 18. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 292.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο μετρητής σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -μέτρης (< μέτρον)].