πυρόχρως

German (Pape)

[Seite 824] = πυρίχρως.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρόχρως: -ωτος, = πυρίχρως, Achmes Ὀνειροκρ. 149, 18, Γαλην.

Greek Monolingual

πύροχρων, Μ
βλ. πυρίχρως.