πυρῖτις

English (LSJ)

(sc. βοτάνη), ιδος, ἡ, = πύρεθρον, Nic.Th.683, Al.531.
2 = ὀρεινὴ νάρδος, Dsc.1.9.
II (sc. λίθος), an unknown gem, Plin. HN37.189.

German (Pape)

[Seite 823] ἡ, s. πυρίτης.

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, ΜΑ
βλ. πυρίτιδα.