πόληος, πόληι, v. πόλις.
πόληες: эп. pl. к πόλις.
πόληες: πόληος, πόληι, Ἰων. καὶ Ἐπικ. τύποι τοῦ πολύς, ὃ ἴδε.
see πόλις.
πόληες nom. plur. van πόλις.