πύτινος

English (LSJ)

[ῡ], ὁ, name of a fish, prob.l. in Numen. ap. Ath.7.327f (written πίτυνος ib.304e); cf. Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

πύτῑνος: [ῠ], ὁ, ὄνομα ἰχθύος, πιθαν. γραφ. ἐν Ἁλιευτικῷ Νουμηνίου παρ’ Ἀθην. 327F, πρβλ. 304Ε. (Ἴσως ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ).

Greek Monolingual

και δ. γρφ. πίτυνος, ἡ, Α
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πυτίνη, λόγω του σχήματος του ψαριού].