πᾶχυς

English (LSJ)

Aeol. for πῆχυς.

English (Slater)

πᾱχυς forearm τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν], τὰν δὲ — αὐχένα φέροισαν (supp. Lobel: of the horses of Diomedes, eating their groom) fr. 169. 30. ]παχυν[ ?fr. 344. 6.

Greek Monolingual


βλ. πήχυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πᾶχυς Aeol. voor πῆχυς.