πῆλε

English (LSJ)

v. πάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

πῆλε: ἴδε πάλλω.

English (Autenrieth)

see πάλλω.

Greek Monotonic

πῆλε: Επικ. αντί ἔπηλε, γʹ ενικ. αορ. αʹ του πάλλω.