ράπτω

Greek Monolingual

ῥάπτω, ΝΜΑ
βλ. ράβω.

Mantoulidis Etymological

(=ράβω). Ἁπό ἀρχική ρίζα σραφ-→ ῥαφ ἤ ραφ + πρόσφυμα τ → ράφτω → ράπτω.
Παράγωγα: ράμμα, ράπτης, ραπτικός, προσραπτέον, ραπτός, ραπτόν (=κεντητό χαλί), ράπτρια, ραφεύς, ραφή, ραφίς (=βελόνα), ράψις, νευρορραφῶ, ραψῳδός, ραψῳδία, ραψῳδῶ.