(I)-οντος, τὸ, Αείδος ποτηριού, το ῥυτόν («ῥέοντα δώδεχ' ὧν τὰ μὲν δέκ' ἀργυρᾱ ἦν», Αστυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του ῥυτόν < ρ. ῥέω]. (II)τὸ, ΜΑβλ. ρήο.