ραδιόφωνο
Greek Monolingual
και ράδιο, το, Ν
(ραδιοηλ.) δέκτης ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, κατάλληλος για τη λήψη τών ραδιοφωνικών προγραμμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiophone (< λατ. radius «ακτίνα» + φωνή). Ο τ. ράδιο (< αγγλ. radio) αποτελεί συντετμ. τ. τών radiotelephony / radiophony)].