ραφινάτος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. ραφιναρισμένος, φιλτραρισμένος
2. μτφ. εκλεπτυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. raffinato (βλ. ραφινάρω)].