Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ραχιαίος
Greek Monolingual
-α, -ο(ν) / ῥαχιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ράχη ή εντοπίζεται σε αυτήν (α. «ραχιαίος μυς» β. «τοὺς μύας τοὺς ῥαχιαίους», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ῥάχις+ κατάλ. -ιαῖος].