ριζωρύχος

Greek Monolingual

ὁ, Α
(για σχολαστικούς γραμματικούς) αυτός που σκάβει για να βρει τις ρίζες τών λέξεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος, τυμβ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].