ρινοκόλλητος

Greek Monolingual

-ον, Α
κατασκευασμένος από συγκολλημένα δέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + -κόλλητος (< κολλητός < κολλῶ), πρβλ. λιθο-κόλλητος].