ριπιτί

Greek Monolingual

και ριπιτίδι, το, και ριπιτίδα, η, Ν
φόβος, τρόμος
2. φρ. «του πήγε [ή τον πήγε] ριπιτί» — φοβήθηκε πάρα πολύ.