ριπιφορίδες
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια κολεόπτερων εντόμων, τών οποίων οι προνύμφες παρασιτούν στις σφήκες και στις κατσαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγλ. rhipiphoridae (< ῥιπίς + -φόρος + κατάλ. -ίδες)].
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια κολεόπτερων εντόμων, τών οποίων οι προνύμφες παρασιτούν στις σφήκες και στις κατσαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγλ. rhipiphoridae (< ῥιπίς + -φόρος + κατάλ. -ίδες)].