ριψέπαλξις

Greek Monolingual

-άλξιδος, ὁ, ἡ, Μ
αυτός που γκρεμίζει τις επάλξεις τών τειχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ἔπαλξις.