ροκάνα

Greek Monolingual

και ρουκάνα, η, Ν
1. μεγάλο ροκάνι, πλάνη
2. ιδιόφωτο ξύλινο μουσικό όργανο, με οδοντωτό τροχό στερεωμένο σε άξονα-λαβή, ώστε να παράγει ισχυρό και ξηρό κρότο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυκάνη.