ρυθμικότητα

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του ρυθμικού, η ύπαρξη ρυθμού, συμμετρίας, κανονικότητας, τάξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμικός. Η λ., στον λόγιο τ. ρυθμικότης, μαρτυρείται από το 1886 στον Πλάτωνα Δρακούλη].