σάλαβος

English (LSJ)

v. σαλάβη, Hsch., v. σαλάμβη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) σαλάμβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σαλάβη / σαλάμβη].